καταχώσῃ

καταχώσῃ
καταχώσηι , κατάχωσις
covering up
fem dat sg (epic)
καταχώννυμι
cover with a heap
aor subj mid 2nd sg
καταχώννυμι
cover with a heap
aor subj act 3rd sg
καταχώννυμι
cover with a heap
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάχωση — η το χώσιμο βαθιά στη γη: Ασχολείται με την κατάχωση της πατάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάχωση — ἡ (AM κατάχωσις, ώσεως) [καταχώνω] το χώσιμο ενός πράγματος βαθιά μέσα στη γη, θάψιμο, καταχώνιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”